αἰολόφοιτος

αἰολόφοιτος
αἰολό-φοιτος,
A v.l. for -φυλος, subject to changeful madness, Sch.Opp.H.2.420.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αιολόφοιτος — αἰολόφοιτος, ον (Α) ο υποκείμενος σε άστατη, διαφορετικά εμφανιζόμενη κάθε φορά, παραφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + φοιτος < φοιτῶ] …   Dictionary of Greek

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”